- ἐπιτατικῶς
- ἐπιτατικόςintensiveadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
επιτατικός — ή, ό (Α ἐπιτατικός, ή, ό) [επίταση] αυτός που αυξάνει την τάση, που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην επίταση 2. γραμμ. (για λέξεις, μόρια κ.λπ.) αυτός που επαυξάνει τη σημασία ενός όρου τής πρότασης. επίρρ... επιτατικώς και ά με επίταση, με… … Dictionary of Greek